-
1 πέζα
πέζα, ἡ, 1) der Fuß, ursprünglich dor. u. arkad. statt πούς, nach Poll. 2, 192 τὸ ὑπὸ τῇ κνήμῃ μέρος, vgl. Galen.; μέχρι πέζης, Strat. 18 (XII, 176); s. die compp., wie ἀργυρόπεζος. – Gew. übtr. das Unterste, Aeußerste eines jeden Körpers, ἐπὶ ῥυμῷ, πέζῃ ἔπι πρώτῃ, am äußersten Vorderende der Deichsel, Il. 24, 272. – 2) am Kleide, der Saum, Vorstoß, Ap. Rh. 4, 46 Antp. Sid. 23 (VI, 287); vgl. Poll. 7, 51. – 3) ein Fischernetz, Opp. Hal. 3, 83.
См. также в других словарях:
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… … Dictionary of Greek